- μορμυρωπός
- μορμῠρωπός, όν,A with fixed, lidless eye, like the μορμύρος, v. l. in Ar. Ra.925 (for μορμορωπός) and in Artem.2.36 (ap. Suid., μορμύρων and μορμυρώδης codd. Artem.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] … Dictionary of Greek
μορμυρωπός — with fixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορμυρωπά — μορμυρωπός with fixed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek